- προεκλέγω
- ΝΑνεοελλ.εκλέγω προηγουμένως*|| αρχ. συλλέγω χρήματα πριν από την καθορισμένη ημερομηνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεξειλεγμένα — προεκλέγω collect moneys before perf part mp neut nom/voc/acc pl προεξειλεγμένᾱ , προεκλέγω collect moneys before perf part mp fem nom/voc/acc dual προεξειλεγμένᾱ , προεκλέγω collect moneys before perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
προεκλεξαμένῳ — προεκλέγω collect moneys before aor part mid masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξείλεκτο — προεκλέγω collect moneys before plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)